κηραμύντης

κηραμύντης
κηραμύντης, ὁ (Α)
(επίθ. τού Ηρακλή) αυτός που αποτρέπει το κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήρ (I) + αμύντης (< άμννω «υπερασπίζομαι»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κηραμύντης — averter of evil masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηραμύντου — κηραμύντης averter of evil masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμύντης — ἀμύντης, ο (ΑΜ) αυτός που βοηθάει κάποιον σε κάτι, ο υπερασπιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω. ΣΥΝΘ. αρχ. κηραμύντης «αυτός που αποκρούει τον μοχθηρό», επίθετο που αποδόθηκε στον Ηρακλή] …   Dictionary of Greek

  • κηρ — (I) κήρ, κηρός, αιολ. τ. κάρ, ή, δωρ. πληθ. κάρες (Α) 1. ως κύριο όν. Κήρ η θεά τού θανάτου, ιδίως τού βίαιου, ή τού ολέθρου («δειναὶ δὲ κῆρες σ αἱ κυνώπιδες θεαί», Ευρ.) 2. ως προσηγ. θάνατος, ιδίως βίαιος ή, γενικά, συμφορά, καταστροφή (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”